- ἐπερεισμός
- ἐπερ-εισμός, ὁ,A impact, Epicur.Ep.1p.12U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επερεισμός — ἐπερεισμός, ο (Α) [επερείδω] σύγκρουση αισθημάτων … Dictionary of Greek
ἐπερεισμοῖς — ἐπερεισμός impact masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερεισμόν — ἐπερεισμός impact masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)